Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

ΓΙΑ ΕΝΑ «ΠΡΑΣΙΝΙΣΜΑ» ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

φωτο: Αντ. Χ"κυριακίδης 

H νέα «Κοινή Αγροτική Πολιτική 2014-2020» ήταν το θέμα ημερίδας που πραγματοποιήθηκε χθες 17-3-12 στην Αντωνιάδειο Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Βέροια. Εισηγητές ήταν οι ευρωβουλευτές - εκπρόσωποι των κομμάτων στην Επιτροπή Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Γιώργος Παπαστάμκος (Ν.Δ., αντιπρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου), Σπύρος Δανέλλης (ΠΑ.ΣΟ.Κ.) Γιώργος Τούσσας (Κ.Κ.Ε.), Μιχάλης Τρεμόπουλος (Οικολόγων Πράσινων), καθώς και ο βουλευτής του ΛΑΟΣ Αστέριος Ροντούλης.


Αν και τελευταίος ομιλητής ήταν ο Μιχάλης Τρεμόπουλος , κατάφερε και ζωήρεψε το κοινό με το λόγο του . 


ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΕΜΟΠΟΥΛΟΣ
Η συζήτηση για την Κοινή Αγροτική Πολιτική πραγματοποιείται σε μια συγκυρία πραγματικά κρίσιμη.
Είπαμε εγκαίρως ότι η Ελλάδα είναι ο αδύναμος κρίκος της ευρωζώνης. Το πολιτικό μας σύστημα έχει βαρύτατες ευθύνες γι’ αυτό και ως κοινωνία είναι βέβαιο ότι χρωστάμε στον εαυτό μας σοβαρές αλλαγές. Παράλληλα, όμως, η χώρα μας βρίσκεται στην καρδιά μιας διεθνούς συστημικής κρίσης. Η κρίση αυτή θα ξεσπούσε ακόμη κι αν η Ελλάδα δεν είχε κανένα από τα γνωστά της προβλήματα.
Γι’ αυτό καταθέσαμε την πρόταση για ένα «Σύμφωνο για μια Βιώσιμη Ευημερία», για μια Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση στηριγμένη στις αξίες της αλληλεγγύης, της βιωσιμότητας και της δημοκρατίας. Είναι η απάντηση των Πράσινων στο γνωστό Σύμφωνο για το Ευρώ και στη μονόπλευρη εστίασή του σε δημοσιονομική και μακροοικονομική σταθεροποίηση μέσω περικοπών στο κοινωνικό κράτος και περιορισμών στους μισθούς και τις συντάξεις. Τονίσαμε ότι η κρίση απειλεί να επιταχύνει τη διάβρωση της κοινωνικής συνοχής και να οδηγήσει στην πολιτική αποσύνθεση της ηπείρου μας, περιθωριοποιώντας το ρόλο της Ευρώπης στον 21ο  αιώνα. Αποτελεί όμως και μια ευκαιρία για να κάνουμε ένα μεγάλο άλμα, που θα επιτρέψει στην Ευρώπη να οικοδομήσει μια κοινωνικά δίκαιη και περιβαλλοντικά βιώσιμη κοινωνία, βασισμένη σε μια συμμετοχική, πολυεθνική και πολυεπίπεδη δημοκρατία.
Πιο πριν, όμως, θα πρέπει να περάσουμε ανάμεσα από τις συμπληγάδες. Γιατί έχουμε από τη μια τον εύκολο λαϊκισμό και από την άλλη την ασπόνδυλη ευρωγλώσσα. Από τη μια την άρνηση των πάντων και από την άλλη την τεχνοκρατική και ανάλγητη διαχείριση. Από τη μια τις θεωρίες συνομωσίας και από την άλλη τη σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση. Από τη μια τον αγοραίο αντιευρωπαϊσμό και την επανεθνικοποίηση των ευρωπαϊκών πολιτικών και από την άλλη την ευρωλαγνεία και το χάιδεμα των συμφερόντων.
Ας δούμε λοιπόν τι συμβαίνει ακριβώς στο θέμα μας.
Η ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική εστίασε μεταπολεμικά στην ανάπτυξη και την παραγωγικότητα, μέσω της βιομηχανοποίησης και επιδότησης της παραγωγής και σύντομα δημιούργησε σημαντικά πλεονάσματα σε δημητριακά, γάλα και κρέας, με αντίστοιχη αύξηση των εξαγωγών. Το μοντέλο αυτό, όμως, είχε ημερομηνία λήξης. Διαδοχικές αναθεωρήσεις της ΚΑΠ δεν στάθηκαν ικανές, είτε λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης, είτε λόγω συγκεκριμένων εθνικών συμφερόντων, να διορθώσουν τις ανισορροπίες. Οι εξαγωγές των πλεονασμάτων, που υποστηρίζονταν με επιδοτήσεις, δημιουργούσαν στρεβλώσεις στις διεθνείς αγορές και απέτρεπαν τη σταθερή αγροτική παραγωγή σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες.
Η πίεση για διαρκώς αυξανόμενη παραγωγή επέφερε τεράστιες απώλειες θέσεων εργασίας. Ολόκληρες περιοχές ανέπτυξαν πολύ εξειδικευμένες μονοκαλλιέργειες (π.χ. καλαμποκιού και σταριού), όπως και ενεργοβόρες και ρυπογόνες βιομηχανικές διαδικασίες επεξεργασίας. Αυτές οι ανισορροπίες δημιούργησαν μια αλυσίδα επιπτώσεων, προκαλώντας ανησυχητική υποβάθμιση της γονιμότητας του εδάφους, της βιοποικιλότητας και της ποιότητας του νερού σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου, που καθοδήγησε και τις διαρκείς αναθεωρήσεις της ΚΑΠ, υπό την κυριαρχία μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, απέτυχε να μειώσει τη φτώχεια και την πείνα. Γι’ αυτό τα ζητήματα της γεωργίας και της διατροφικής ασφάλειας θα πρέπει να διαπραγματεύονται εκτός του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, στο πλαίσιο ενός διαφανούς και δημοκρατικού διεθνούς πλαισίου, που θα λαμβάνει υπόψη κοινωνικά και περιβαλλοντικά θέματα. Θυμίζω ότι η απαρχή ενός μεγάλου κινήματος αμφισβήτησης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ξεκίνησε από το Σηάτλ, στη σύνοδο του ΠΟΕ το 1999.
Η ΚΑΠ χρειαζόταν μια «πράσινη» στροφή, που θα αντέστρεφε τα πράγματα. Οι φιλοπεριβαλλοντικές καλλιεργητικές πρακτικές και οι διαδικασίες παραγωγής ποιοτικών προϊόντων διατροφής πρέπει πάντα να αποτελούν τον κανόνα. Καταστροφικές πρακτικές που απαιτούν υψηλή κατανάλωση ενέργειας, αγροχημικών ουσιών και ορυκτών καυσίμων πρέπει να μειωθούν σταδιακά, ώστε να αποτελούν εξαιρέσεις.
Η καλύτερη διαχείριση του νερού δεν είναι απαραίτητη μόνο για την αντιμετώπιση της απορροής θρεπτικών από στάβλους και χωράφια, αλλά και για την αποκατάσταση των κύκλων νερού, ώστε να μειωθεί η υπερθέρμανση του πλανήτη και να διατηρηθεί το νερό εκεί που χρειάζεται περισσότερο. Δεν μπορούμε πλέον να στραγγίζουμε τις λίμνες και τα ποτάμια μας για να ποτίζουμε προϊόντα που καταλήγουν σε χωματερές ή είναι ελάχιστα ανταγωνιστικά. Πρέπει να βελτιώσουμε τις μεθόδους παραγωγής κρέατος και γάλακτος, ώστε να είναι συμβατές με κανόνες που θα εξασφαλίζουν την ευημερία των ζώων, την προστασία του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Οι Οικολόγοι Πράσινοι επιθυμούμε την ανάπτυξη και τη διατήρηση μιας αειφορικής Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, με αυξημένη χρηματοδότηση των δύο πυλώνων της, με στόχο τη στήριξη του αγροτικού εισοδήματος, τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής των περιφερειών, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών, στην προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων. Η κατανομή των οικονομικών ενισχύσεων χρειάζεται πλήρη διαφάνεια και αυστηρή τήρηση συγκεκριμένων περιβαλλοντικών κανόνων, που να είναι ξεκάθαροι αλλά και λιγότερο γραφειοκρατικοί.
Στη νέα ΚΑΠ, χρόνια τώρα λέγαμε πως, κεντρική θέση πρέπει να έχει η ενίσχυση του οικονομικού παραγωγικού ρόλου των ενεργών αγροτών, η στροφή σε μέτρα που ενισχύουν τη μικρή, εξειδικευμένη και υψηλής ποιότητας παραγωγή τοπικής κλίμακας (με έμφαση στη βιολογική γεωργία), με αναδιανομή των πόρων με στόχο την ενδυνάμωση των μικρών εκμεταλλεύσεων και των μικρομεσαίων παραγωγών, με στήριξη και διευκόλυνση της πρόσβασης σε γη για τους νέους αγρότες και συλλογικότητες. Υποστηρίζουμε μια ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική που θα συμβάλλει στην απασχόληση και την περιφερειακή ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα της υπαίθρου, μέσω ενός δυναμικού αγροτικού τομέα με προμετωπίδα την ποιότητα.
Η αειφορική χρήση των φυσικών πόρων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ενός υγιούς και βιώσιμου αγροτικού οικοσυστήματος. Η κατανομή των αγροτικών ενισχύσεων επιβάλλεται να συνδεθεί με την προστασία του περιβάλλοντος και ειδικότερα των υδατικών πόρων, της γονιμότητας των εδαφών, της βιοποικιλότητας, την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών. Η έρευνα, η εκπαίδευση, η τεχνολογία και οι καινοτομίες μπορούν να βοηθήσουν στη σύνδεση μεταξύ παραγωγής και προστασίας του περιβάλλοντος.
Όσον αφορά την αλυσίδα εφοδιασμού των αγροδιατροφικών προϊόντων και την οργάνωση των αγορών χρειάζεται αυστηρός έλεγχός τους, ώστε να εξασφαλίζεται δίκαιο εισόδημα για τους παραγωγούς και το δικαίωμα των καταναλωτών σε φθηνά, ασφαλή, επαρκή και ποιοτικά τρόφιμα. Στόχος είναι η περισσότερη διαφάνεια για τους καταναλωτές και η δυνατότητα επιλογής τοπικών προϊόντων που δεν έχουν διανύσει εκατοντάδες χιλιόμετρα για να φτάσουν στον τόπο κατανάλωσης, ενδυναμώνοντας τις σχέσεις μεταξύ αγροτών και καταναλωτών, που πρέπει να οργανωθούν σε μια νέα ποιότητα.  
Είναι σημαντικό ότι οι επιδοτήσεις, σύμφωνα με την τρέχουσα ΚΑΠ, είναι αποσυνδεδεμένες από την παραγωγή και καταβάλλονται με βάση το ιστορικό μοντέλο. Απαραίτητη προϋπόθεση για την καταβολή τους είναι η τήρηση των κανόνων «πολλαπλής συμμόρφωσης», η οποία επιτρέπει άμεσες πληρωμές σε αγρότες, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούν ένα ελάχιστο σύνολο κανόνων προστασίας του περιβάλλοντος και ευημερίας των ζώων. Η «πολλαπλή συμμόρφωση» θεωρείται από αγρότες και κυβερνήσεις ως περιοριστική της ανταγωνιστικότητας και γι’ αυτό γίνεται συχνά ανεκτή η καταστρατήγησή της, συνήθως μέσω ελλειπών ελέγχων. Γι΄αυτό και υποστηρίξαμε έγκαιρα πως θα ήταν καλύτερα εάν ενισχύονταν οι έλεγχοι και αποθαρρύνονταν μέσω επιβολής εισφορών όσοι δεν σέβονται αυτούς τους κανόνες.
Βέβαια, η εναρμόνιση στη χώρα μας της φιλοπεριβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ, ήταν πάντα ένα ζήτημα. Παλιότερα, επικρατούσε η πολιτική άρνησης υλοποίησής της και όταν άρχισαν να πέφτουν αυξανόμενα τα πρόστιμα, άρχισε η πολιτική της τυπικής εναρμόνισης αλλά και της αδιαφορίας για την εφαρμογή τους. Στην περίπτωση της πολλαπλής συμμόρφωσης της ΚΑΠ, το ΥΑΑΤ καθόρισε έτσι την εφαρμογή των απαραίτητων διατάξεων, ώστε να μην αλλάξει τίποτε στην πραγματικότητα. Έτσι, η ελληνική γεωργία φαίνεται να έχει ήδη συμμορφωθεί με τις περιβαλλοντικές διατάξεις της ΚΑΠ και μάλιστα από καιρό! Αλλά και αν υπάρχουν κάποιες αποκλίσεις, δεν υπάρχουν έλεγχοι και επιπτώσεις, άσχετα αν αυτό οδηγεί στην επιβολή προστίμων. Ήδη σε μια χρονιά επιβλήθηκαν πρόστιμα 4.168.000 ευρώ για παραλείψεις στην πολλαπλή συμμόρφωση, που αφορούσαν την ανεπαρκή τεκμηρίωση και ελλείψεις στους ελέγχους που διενεργήθηκαν, ελλιπείς οδηγίες ελέγχου, μη επιβολή κυρώσεων λόγω μη συμμόρφωσης και μη διενέργεια ανάλυσης κινδύνου κτλ.
Χρειάζεται σαφώς μια πολιτική που δεν θα υποχωρεί στις πελατειακές σχέσεις, που θα βλέπει στο μέλλον και δεν θα είναι προσδεδεμένη στα συμφέροντα του παρελθόντος, αλλά και μια σταθερή διαδικασία εκπαίδευσης και μεταφοράς των νέων δεδομένων στον αγροτικό χώρο.
Από τις 12.10.2011 γνωρίζετε πως ισχύουν οι προτάσεις του Επιτρόπου Γεωργίας της ΕΕ Dacian Ciolos για την ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική μετά το 2013. Η βασική κατεύθυνση των νέων μέτρων είναι η αναστολή της βιομηχανοποιημένης εντατικής γεωργίας και η ανάδειξη των μικρομεσαίων αγροτικών μονάδων, ιδιαίτερα με τον υπολογισμό του ποσού των επιδοτήσεων ανάλογα με τις δαπάνες για το εργασιακό κόστος της αγροτικής μονάδας.
Όπως είπε όμως ο ομοσπονδιακός πρόεδρος της «Ένωσης μικρομεσαίων αγροτών» και βουλευτής των Πρασίνων F.W. Graefe zu Baringdorf, «τα μέτρα αυτά και οι προτάσεις υποστηρίζουν σαφώς μια σωστή κατεύθυνση και απαιτούν την υποστήριξή τους, συγκρίνοντάς τα όμως με αυτά που είναι αναγκαία, θεωρούνται απογοητευτικά».
Ποια είναι τα μέτρα αυτά;
Για τις πληρωμές των επιδοτήσεων του 1ου πυλώνα, προτείνεται ότι το 30% των συνολικών άμεσων επιδοτήσεων (στις μονάδες μιας χώρας -μέλους) θα είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη δέσμευση των δικαιούχων αγροτών να τηρήσουν τις γεωργικές μεθόδους που προστατεύουν το κλίμα και το περιβάλλον. Γίνεται αναφορά στην αμειψισπορά, στη διατήρηση των λιβαδιών και στο 7% της γεωργικής έκτασης που θα πρέπει να πραγματοποιούνται στοχευμένα περιβαλλοντικά μέτρα (όπως είναι π.χ. φυσικοί φράκτες, λωρίδες για την άγρια βλάστηση και τμήματα προστασίας κατά μήκος υγροτόπων κ.α.).
Για όλες τις άμεσες επιδοτήσεις έχει καθοριστεί μια κλιμάκωση κι’ ένα ανώτερο όριο συνολικής ενίσχυσης. Ένα σημαντικό στοιχείο είναι ότι θα συμπεριλαμβάνεται στον υπολογισμό της επιδότησης, το εργατικό κόστος μιας αγροτικής μονάδας. Αυτό δηλώνει την ανάδειξη των μέτρων για τις μικρομεσαίες αγροτικές μονάδες, οι οποίες σε πολλές περιοχές της Ευρώπης διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση των διατροφικών αναγκών των κατοίκων της υπαίθρου. Οι μεσαίες αγροτικές μονάδες προσφέρουν πολλά και αναντικατάστατα πλεονεκτήματα στην τοπική οικονομία. Μια μικρομεσαία αγροτική μονάδα επενδύει περισσότερη εργασία και φροντίζει την εκμεταλλευομένη αγροτική έκταση, έτσι είναι πολύ περισσότερο ευέλικτη στον προγραμματισμό της παραγωγής και στη συνέχεια στη διαμόρφωση της αγοράς. Δημιουργεί, επίσης, συνολικά υψηλότερη υπεραξία ανά εκτάριο, συγκριτικά με τις βιομηχανοποιημένες εγκαταστάσεις αγροτικής παραγωγής. Ένα ακόμα πλεονέκτημα είναι η «αναζωογόνηση» της περιοχής από την αγροτική οικογένεια, με την ενίσχυση της τοπικής αγοράς, μ’ ένα πλήθος ιδεών σχετικά με τη βασική απασχόληση και για ένα συμπληρωματικό εισόδημα, περιορίζοντας έτσι τη μετανάστευση των νέων. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας και τους Έλληνες πολίτες.
Σ’ όλη την Ευρώπη δημιουργούνται σήμερα πρωτοβουλίες που θέλουν να τονίσουν το κοινό ενδιαφέρον των καταναλωτών και των μικρομεσαίων αγροτών, που απαιτούν τη μείωση της βιομηχανοποιημένης μαζικής παραγωγής κτηνοτροφικών και φυτικών τροφίμων. Το αίτημα αυτό αφορά τις βασικές αρχές της αγροτικής παραγωγής στον πλανήτη μας, που αναγκάζεται συνεχώς να αναπτύσσεται όλο και περισσότερο και να οδηγείται τελικά στην καταστροφή των φυσικών πόρων. Μετά από δεκαετίες συνεχούς λεηλασίας, θα πρέπει ν’ ανοίξει ο δρόμος για μια αειφορική γεωργία, που να συνδυάζει την παραδοσιακή γνώση με την επιστήμη, ώστε να επιτευχθεί καλύτερη ποιότητα, υγεία και ικανοποίηση των πολιτών, χωρίς υπερπαραγωγή.
Διεκδικήσαμε έγκαιρα τα μόνιμα βοσκοτόπια να καθορίζονται λεπτομερώς και να προστατεύονται από μια ημερομηνία αναφοράς, η οποία θα πρέπει να είναι παρελθοντική και όχι μελλοντική, προκειμένου να περιληφθούν στο σύστημα των επιδοτήσεων. Επίσης, η αποτελεσματική αμειψισπορά να αποτελεί προ-απαιτούμενο για την ένταξη στο σύστημα επιδοτήσεων, το οποίο θα πρέπει να σημαίνει τρεις τουλάχιστον ταυτόχρονες καλλιέργειες, με τη βασική καλλιέργεια να μην υπερβαίνει το 50% της συνολικής επιφάνειας και τη μικρότερη να μην είναι μικρότερη από το 10%. Στο σύστημα των αμειψισπορών να απαιτείται και η καλλιέργεια ενός τουλάχιστον είδους ψυχανθούς, με σκοπό το σταδιακό φυσικό εμπλουτισμό των εδαφών σε θρεπτικά στοιχεία. 
Χρειαζόμαστε, δηλαδή, μια γενναία στροφή της ΚΑΠ σε πράσινες πολιτικές, με αναβάθμιση του εισοδήματος των αγροτών και της ποιότητας της ζωής μας, χωρίς ανισότητες, χωρίς γραφειοκρατία και χωρίς “πράσινο ξέπλυμα” των αγροτικών πολιτικών του παρελθόντος. Μια ΚΑΠ, η οποία θα επαναπροσδιορίζει σε νέα βάση τις σχέσεις παραγωγών - καταναλωτών και αγροτικών - αστικών περιοχών.
Γι΄αυτό στηρίζουμε τα δίκτυα παραγωγών - καταναλωτών και τις μικρές τοπικές εφοδιαστικές αλυσίδες τροφίμων και θεωρούμε πως αυτή είναι μια λογική στην οποία θα πρέπει να επενδύσουμε, στην κατεύθυνση εξορθολογισμού του συστήματος διανομής και εμπορίας αγροτικών προϊόντων. Υποστηρίζουμε το «κίνημα της πατάτας», που πρέπει να εξελιχθεί και να αποκτήσει σταθερές δομές και να εμπνεύσει ώστε και οι λαϊκές αγορές να βρουν το αρχικό τους νόημα, δηλαδή την άμεση επαφή παραγωγών και καταναλωτών. Ενθαρρύνουμε λύσεις κοινωνικής οικονομίας και την καινοτομία στη γεωργία, στηρίζουμε την αστική γεωργία και διεκδικούμε λύσεις για τους νέους που έχασαν την εργασία τους στα αστικά κέντρα και ζητούν λύσεις στον αγροτικό τομέα. Ενθαρρύνουμε τους συνεταιρισμούς νέας γενιάς, τις ομάδες παραγωγών, τη συμβολαιακή γεωργία και τον εξορθολογισμό των αγροτικών δομών. Θεωρούμε ότι το μέλλον του αγροτικού τομέα βρίσκεται στα χέρια των νέων αγροτών, οι οποίοι θα πρέπει να εκπαιδευτούν στις προκλήσεις των καιρών, στις απαιτήσεις της νέας ΚΑΠ.
Εμείς, οι Οικολόγοι Πράσινοι, είναι γνωστό ότι αντισταθήκαμε στη δηλητηρίαση της υπαίθρου, στη χημικοποίηση της παραγωγής, στα μεταλλαγμένα, στη δολοφονία της υγείας μας. Στηρίξαμε την ποιοτική και βιολογική γεωργία αλλά και τις νέες συλλογικές πρωτοβουλίες, την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, την επιβίωση τελικά και την προκοπή των αγροτών με ένα νέο πνεύμα. Και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε με κάθε τρόπο, μέσα στους θεσμούς, στη Βουλή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και μέσα στην κοινωνία.